κοντόμερος

κοντόμερος
-η, -ο
αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής («τού άλλου κοντόμερη η γυναίκα, στο σπίτι λειώνει από χτικιό», Βάρν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + -μέρος (< μέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντοήμερος — η, ο βλ. κοντόμερος …   Dictionary of Greek

  • κοντόχρονος — η, ο 1. αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής, κοντόμερος 2. αυτός που θα γίνει, που θα συντελεστεί σε λίγο χρόνο. Επιρρ. κοντόχρονα σε σύντομο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό χρονος, πολύ χρονος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”